- περιδίνητος
- -ον, Α [περιδινώ]αυτός που στρέφεται, που στροβιλίζεται σαν δίνη («περιδίνητος ἄξων», πάπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιδίνητον — περιδίνητος revolving masc/fem acc sg περιδίνητος revolving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek